- ἐσβολήν
- εἰσβολήinroadfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Верхняя Македония — Македонское царство Верхняя Македония (греч. Άνω Μακεδονία) или Македония верхнего Алиакмона (греч. άνω Αλιάκμων Μακεδονίαν) исторический регион включавший в себя западные области … Википедия
εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… … Dictionary of Greek
ολυμπικός — ὀλυμπικός και ιων. τ. οὐλυμπικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όλυμπο («δέει φυλάσσεσθαι τὴν ἐσβολήν τὴν Οὐλυμπικήν», Ηρόδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ολύμπια, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Ολυμπιακός 3. (το αρσ. ως… … Dictionary of Greek